- εὐθύφρων
- εὐθύφρωνwhole-heartedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθύφρων — εὐθύφρων, ον (ΑΜ) ο ειλικρινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φρων < θ. φρεν τού φρην, γεν. φρεν ός (πρβλ. εύ φρων, παρά φρων)] … Dictionary of Greek
εὐθύφρον — εὐθύφρων whole hearted masc/fem voc sg εὐθύφρων whole hearted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύφρονα — εὐθύφρων whole hearted neut nom/voc/acc pl εὐθύφρων whole hearted masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύφρονας — εὐθύφρων whole hearted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύφρονες — εὐθύφρων whole hearted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύφρονι — εὐθύφρων whole hearted dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύφρονος — εὐθύφρων whole hearted gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
πειραστικός — ή, όν, Α [πειράζω] 1. αυτός που αρμόζει σε δοκιμή, με τον οποίο γίνεται η δοκιμή, δοκιμαστικός («ἔστι δ ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστική», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. «ἡ πειραστική» (ενν. τέχνη ή επιστήμη) κλάδος τής… … Dictionary of Greek